- ἀηδόνιον
- ἀηδ-όνιον, τό, Dim. of ἀηδών, prob.l.in D.Chr.66.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αηδόνιον — ἀηδόνιον, το (Μ) το αηδόνι … Dictionary of Greek
ἀηδόνιον — neut nom/voc/acc sg ἀηδόνιος of a nightingale masc/fem acc sg ἀηδόνιος of a nightingale neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδονίου — ἀηδόνιον neut gen sg ἀηδόνιος of a nightingale masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκλαυτος — ἐπίκλαυτος, ον (Α) θρηνητικός, κλαψιάρικος, ελεγειακός («κελαδεῑ δ’ ἐπίκλαυτον ἀηδόνιον νόμον», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
τεττιγόνιον — τὸ, Α είδος μικρού τέττιγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + υποκορ. κατάλ. όνιον κατά τα ἀηδόνιον, χελιδόνιον] … Dictionary of Greek